ἀπορφανίζω

ἀπορφανίζω
ἀπορφανίζω 1 aor. pass. ptc. ἀπορφανισθείς (ὀρφανίζω ‘make orphan’; Aeschyl.; BCH 46, 1922, 345; Philo [Nägeli 25]) make an orphan of someone, fig., of the apostle separated fr. his church ἀπορφανισθέντες ἀφʼ ὑμῶν made orphans by separation fr. you 1 Th 2:17.—Cp. Straub 23. DELG s.v. ὀρφανός.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απορφανίζω — απορφανίζω, απορφάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απορφανίζω — (AM ἀπορφανίζω) ( ομαι) γίνομαι ορφανός νεοελλ. ενεργ. καθιστώ κάποιον ορφανό αρχ. ( ομαι) αποσπώμαι από κάτι, στερούμαι …   Dictionary of Greek

  • απορφανίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κάνω κάποιον ορφανό, τον στερώ από τους γονείς του, τον προστάτη του, τον αρχηγό του: Ύστερα από το θάνατο του αρχηγού του το κόμμα αυτό έχει απορφανιστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπορφανισθέντα — ἀπορφανίζομαι aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπορφανίζομαι aor part pass masc acc sg ἀπορφανίζω bereave aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπορφανίζω bereave aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορφανισάντων — ἀπορφανίζομαι aor part act masc/neut gen pl ἀπορφανίζομαι aor imperat act 3rd pl ἀπορφανίζω bereave aor part act masc/neut gen pl ἀπορφανίζω bereave aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορφανίσθησαν — ἀπορφανίζομαι aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) ἀ̱πορφανίσθησαν , ἀπορφανίζω bereave aor ind pass 3rd pl (doric aeolic) ἀπορφανίζω bereave aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορφανιζόμενοι — ἀπορφανίζομαι pres part mp masc nom/voc pl ἀπορφανίζω bereave pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορφανισθεῖσα — ἀπορφανίζομαι aor part pass fem nom/voc sg ἀπορφανίζω bereave aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορφανισθεῖσαν — ἀπορφανίζομαι aor part pass fem acc sg ἀπορφανίζω bereave aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορφανισθείς — ἀπορφανίζομαι aor part pass masc nom/voc sg ἀπορφανίζω bereave aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορφανισθῇ — ἀπορφανίζομαι aor subj pass 3rd sg ἀπορφανίζω bereave aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”